- αγγελοστορίζω
- 1. επαινώ κάποιον υπερβολικά αποδίδοντάς του αρετές και χάρες αγγέλου, τόν περιγράφω σαν άγγελο2. (η μτχ. ως επίθ.) αγγελοστορισμένος, -η, -οο ιστορισμένος, ζωγραφισμένος σαν άγγελος, ωραίος και καλός, αγγελικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ιστορίζω].
Dictionary of Greek. 2013.